- παρακάτειμι
- παρακάτ-ειμι, (εἶμιA ibo) go farther down, παρακατιὼν εἴρηκε, φησι, farther down he says, Steph. in Hp.2.327 D., Sopat. in Rh.5.144 W.; π. ὁ λόγος δηλώσει Sch. Od.11.90; ἐξέτεινεν ὃ καὶ π. συνέστειλε v. l. in Sch. Theoc.1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.